- πενταχλωριούχος
- -οφρ. «πενταχλωριούχο άλας»χημ. χλωριούχο άλας τού οποίου το μόριο περιέχει πέντε άτομα χλωρίου, όπως ο πενταχλωριούχος φωσφόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Τηλ. Κομνηνό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.